απολειτουργώ

απολειτουργώ
(α) αμετ. кончать обедню

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απολειτουργώ" в других словарях:

  • απολειτουργώ — ( άω) (Α ἀπολειτουργῶ, έω) (για τον ιερέα) νεοελλ. αποτελειώνω τη θεία λειτουργία αρχ. τελειώνω την υπηρεσία μου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»